неистовыи — (42) пр. 1. Бесчестный, лживый, недостойный, совершающий неподобающие поступки: Аще къто таковъ обрѧщетьсѧ неистовъ или дьрзъ. акы о таковыихъ мьнѣти комѹ приносити отъречениѥ (μανιώδης) КЕ XII, 100б; На лихоимьца... ѥда не всi быша тѧ изгнали.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
DIOPITHES — manibus ac pedibus captus, qui ab Aristoph. Equitibus furti traducitur: Sodalis fuit Niciae. Vide Schol. p. 351. C. At in Vesparum Fabula indigitatur furiosus Rhetor, qui fortasse is est, quem Phrynichus in scenam induxit. Amipsias in κόννῳ… … Hofmann J. Lexicon universale
Κορύβας — ο (Α Κορύβας, αντος, θηλ. Κορυβαντίς, ίδος) συν. στον πληθ. οι Κορύβαντες δαίμονες, τέκνα τής μητέρας τών θεών Ρέας και ακόλουθοι της, κυρίως ως Ρέας Κυβέλης, οι οποίοι τελούσαν τις τελετές τους σε μανιώδη ενθουσιασμό, με έξαλλες κινήσεις,… … Dictionary of Greek
διψομανία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς ακατανίκητης τάσης προς πόση. Ο διψομανής δεν προτιμά κατ’ ανάγκη τα οινοπνευματούχα ποτά, αλλά συχνά πίνει κάθε είδους υγρό, όπως τεράστιες ποσότητες νερού, γάλακτος κ.ά., ενώ σε ορισμένες… … Dictionary of Greek
επίμαργος — ἐπίμαργος, ον (Α) αυτός που έχει μανιώδη επιθυμία για κάτι … Dictionary of Greek
επιμαίνω — ἐπιμαίνω (AM) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί μανιώδη έρωτα 2. ασχολούμαι με πάθος με ερωτικές υποθέσεις αρχ. 1. παθ. ἐπιμαίνομαι κατέχομαι από σφοδρό έρωτα 2. μαίνομαι από οργή 3. ορμώ παράφορα εναντίον κάποιου 4. ποθώ κάτι υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
λυσσάζω — και λυσσιάζω (Μ λυσσάζω και λυσσιάζω) [λύσσα] 1. πάσχω ή προσβάλλομαι από λύσσα 2. έχω μεγάλη επιθυμία για κάτι, επιζητώ κάτι με μανία («λύσσαξε ώσπου να τόν παντρευτεί») 3. κατέχομαι από μανιώδη οργή νεοελλ. φρ. «τόν λύσσαξα στο ξύλο» τόν έδειρα … Dictionary of Greek
λυσσομάνημα — το [λυσσομανώ] προσβολή από τη νόσο λύσσα ή από μανιώδη κατάσταση … Dictionary of Greek
λυσσομανία — η (Α λυσσομανία) [λυσσομανής] προσβολή από μανιώδη κατάσταση, λυσσομάνημα … Dictionary of Greek
λυσσώ — (AM λυσσῶ, άω, Α και λυσσῶ, όω, αττ. τ. λυττῶ) [λύσσα] (λυσσῶ, άω) 1. πάσχω ή προσβάλλομαι από λύσσα, λυσσάζω («λυττῶσιν ἅπαντα τὰ δηχθέντα», Αριστοτ.) 2. είμαι γεμάτος μανία και οργή, μαίνομαι νεοελλ. εκδηλώνομαι με σφοδρότητα αρχ. (λυσσῶ, άω… … Dictionary of Greek